κουρδιστής

κουρδιστής
και κουρντιοτής και χορδιστής, ο, θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια και χορδίστρια [κουρδίζω]
τεχνίτης ειδικός για το κούρδισμα μουσικών οργάνων, κυρίως τού πιάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουρδιστής — κουρδιστής, ο και κουρντιστής, ο θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια ο τεχνίτης για το κούρδισμα μουσικών οργάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τσαμουρτζής, Ευάγγελος — (Πέργαμος, Μικρά Ασία 1888 – Αθήνα 1965). Έλληνας εφευρέτης, κουρδιστής και μουσικός. Τυφλός από παιδί, το 1910 πηγαίνει στην Αθήνα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Aθηνών. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή του Ωδείου Γ. Νάζου, συνεχίζει τις… …   Dictionary of Greek

  • χορδιστής — ο, θηλ. χορδίστρια, Ν βλ. κουρδιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”